Άγχος και πανικός: σύγχρονη επιδημία ή δυσφορία στον υπερ-νεωτερικό πολιτισμό;

Το άγχος και οι σωματικές του εκδηλώσεις, τις οποίες όλο και πιο συχνά αποκαλούμε "κρίσεις πανικού", ήταν το θέμα της εισήγησής μας στο 11ο & 9ο Πανελλήνιο Διεπιστημονικό Συνέδριο που διεξήχθη στις 1-3 Σεπτεμβρίου 2022 στο Πόρτο Χέλι. Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο της εισήγησης εδώ.

.  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  .  . 

 

Το άγχος, ως κλινικό φαινόμενο και ως φαινόμενο συνυφασμένο με την ανθρώπινη συνθήκη, δηλαδή την κατάστασή μας ως ομιλούντων όντων, συνιστά μια βεβαιότητα, την οποία καλούμαστε να αντέξουμε ή, τουλάχιστον, να διαχειριστούμε. Το άγχος, έλεγε ο Ζακ Λακάν, είναι εκείνο που δεν ψεύδεται ποτέ. Το άγχος είναι λοιπόν φορέας μιας βεβαιότητας. Διερωτόμαστε φυσικά για ποια βεβαιότητα πρόκειται, βεβαιότητα για ποιο πράγμα. Και είναι ακριβώς αυτό, βεβαιότητα για ένα πράγμα, δηλαδή για ένα αντικείμενο. Το αντικείμενο είναι μια κεντρική ψυχαναλυτική έννοια, και είναι ακριβώς η έννοια σε σχέση με την οποία ο Λακάν έκανε μια από τις πιο πρωτότυπες συνεισφορές του εισάγοντας την έννοια του ενορμητικού αντικειμένου, του αντικειμένου α μικρό.

 

Σήμα του πραγματικού

 

Το άγχος δεν εξαπατά, είναι σήμα του πραγματικού. Το πραγματικό, αυτό που επιστρέφει πάντα στην ίδια θέση, που είναι αδύνατο να ονομαστεί, να συμβολοποιηθεί, που είναι τραυματικό και, συγχρόνως, άπτεται της απόλαυσης, δηλαδή της ενόρμησης, είναι διαφορετικό για κάθε υποκείμενο. Αλλά κοινό σε πάρα πολλές περιπτώσεις, αν ακολουθήσουμε τον Φρόιντ, είναι ότι το άγχος προκαλείται από μια υπέρμετρη ενορμητική απαίτηση. Μια υπέρμετρη απαίτηση του Αυτό για ικανοποίηση, στην οποία το Εγώ απαντάει με άγχος. Μια υπέρμετρη απαίτηση που έρχεται σε αντίθεση προς την αρχή της ευχαρίστησης. Σε αυτή την υπέρμετρη απαίτηση, σε αυτή την υπερβολή, ο Λακάν προσέδωσε διαστάσεις αντικειμένου, ενός αντικειμένου που κανονικά είναι αδύνατο να εντοπιστεί στο οπτικό πεδίο, που είναι μη κατοπτρικό, που δεν είναι ομόλογο προς τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν, που έχει τη δομή ενός μαθηματικού τοπολογικού αντικειμένου, όπως είναι για παράδειγμα μια ταινία του Mœbius. Τα τοπολογικά αντικείμενα, ως γνωστόν, έχουν γεωμετρικές ιδιότητες τέτοιες (π.χ. δεν είναι δυνατό να διακρίνει κανείς το εσωτερικό από το εξωτερικό), ώστε δεν μπορούν να αναπαρασταθούν. Και γι’ αυτό ο Λακάν τα χρησιμοποίησε για να περιγράψει τη δομή του ενορμητικού αντικειμένου, το οποίο όπως θα δούμε ενέχεται στο άγχος. Διότι αυτό που συμβαίνει στο άγχος είναι ότι ένα αντικείμενο έρχεται να καταλάβει μία θέση που κανονικά θα έπρεπε να παραμένει κενή, κενή ένεκα αυτού που στην ψυχανάλυση ονομάζουμε ευνουχισμό. Φυσιολογικά, κάτι λείπει, υπάρχει κάποιο κενό, και αυτό το κενό πρέπει να περαμένει κενό. Διαφορετικά, όπως μπορούμε να δείξουμε σε πληθώρα κλινικών παραδειγμάτων, έχουμε άγχος. Επομένως, για τον Λακάν, το άγχος είναι η έλλειψη όχι ενός αντικειμένου, αλλά έλλειψη μιας έλλειψης, μιας έλλειψης που είναι απαραίτητη για να συγκρατεί, να συγκροτεί και να γαληνεύει τον κόσμο.

 

Για την ακρίβεια, το μόνο που μπορεί να γαληνέψει τον κόσμο είναι ακριβώς ο αποχωρισμός από αυτό το ενορμητικό αντικείμενο, αποχωρισμός από ένα κομμάτι απόλαυσης του σώματος, ο οποίος αποχωρισμός συμβαίνει εξ αιτίας της γλώσσας, εξ αιτίας του γεγονότος ότι μιλάμε˙ και ο οποίος αποχωρισμός, στην εποχή μας, για λόγους πολιτισμικούς, καθίσταται προβληματικός. Πρόκειται για μια υπερβολή ιδιάζουσα, ακριβώς διότι αυτό το ιδιαίτερο αντικείμενο, το ενορμητικό αντικείμενο, που ο Λακάν ονόμασε αντικείμενο α μικρό, είναι επίσης το αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι, σε αντίθεση με ότι ισχύει για την ενόρμηση, την απόλαυση και συνακόλουθα για το άγχος, η επιθυμία είναι κάτι για το οποίο μπορεί κανείς να μιλήσει.

 

Για μια «αποξήρανση» του άγχους

 

Στο γραφείο του ψυχαναλυτή και του ψυχιάτρου οι άνθρωποι οδηγούνται από διάφορα συμπτώματα, τα οποία μπορεί να συνοδεύονται ή όχι από άγχος. Η διάκριση αυτή ανάμεσα σε σύμπτωμα και άγχος, δεν έχει καθιερωθεί στην σύγχρονη ψυχιατρική, ωστόσο δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε τυχαία. Προέρχεται από το έργο του Φρόιντ, Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος. Αναστολή και σύμπτωμα μπορούν εξίσου να οδηγήσουν κάποιον σε εμάς. Όσο για το άγχος, σήμερα μπορούμε να κάνουμε λόγο για πραγματική επιδημία άγχους. Για κάθε υποκείμενο όμως, το άγχος είναι εκείνο που πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί. Ακόμα και με τον τρόπο μιας αναστολής ή ενός συμπτώματος.

 

Η φαινομενολογία έχει εδώ την αξία της. Έρχονται στον γιατρό ασθενείς που δεν αναφέρουν άγχος, αλλά διάφορα συμπτώματα: άλλος νοιώθει απελπισία˙ άλλος αίσθημα κενού˙ άλλος υποφέρει από ιδεοληψίες μαζί με εκρήξεις θυμού˙ άλλος πίνει. Σε αρκετές περιπτώσεις έχουμε την αίσθηση ότι το σύμπτωμα βασανίζει τον ασθενή, αλλά συγχρόνως τον προστατεύει από κάτι χειρότερο. Το άγχος δεν ψεύδεται, αλλά το σύμπτωμα μπορεί να ψεύδεται και να εξαπατά, και αυτό μπορεί να προσφέρει μια ανακούφιση μέσα στην οδύνη. Μπορεί να πρόκειται για το μη χείρον, ίσως ακόμα και για μία άμυνα. Ο Φρόιντ μιλάει σαφώς για «αμυντικά συμπτώματα» της υστερίας (1). Αλλά, οφείλουμε να ρωτήσουμε, με ποιον τρόπο εξαπατά ένα σύμπτωμα;

 

Μπορούμε πάρουμε ως μοντέλο το μικρό Χανς, το αγόρι με την φοβία για τα άλογα, την περίπτωση του οποίου ανέλυσε ο Φρόιντ. Η φοβία για το άλογο ήταν το σύμπτωμα. Και το σύμπτωμα αυτό επέτρεψε στο Χανς να αναστηλώσει την ισχνή πατρική λειτουργία, ώστε να χαλιναγωγήσει και να οριοθετήσει την τρομακτική μητρική απόλαυση, και έτσι να προστατευθεί από το άγχος. Σε αντίθεση με το άγχος, ένα σύμπτωμα υποκρύπτει μία σημαίνουσα άρθρωση και ενέχει την διάσταση της απωθημένης επιθυμίας. Και αυτός είναι ο στόχος μιας αναλυτικής θεραπείας: να επιτρέψει σε ένα υποκείμενο να συγκροτήσει ένα σύμπτωμα, δηλαδή να αρχίσει να ζητάει κάτι, να έχει ένα αίτημα, να αρχίσει να υποθέτει ότι υπάρχει μία γνώση που αφορά την κατάσταση του, γνώση που τοποθετείται στον Άλλο, Α κεφαλαίο, δηλαδή στο ασυνείδητο. Υπό αυτή λοιπόν την έννοια, η ψυχαναλύτρια Ντομινίκ Λοράν, κάνει λόγο για μία εντός της αναλυτικής θεραπείας συμπτωματοποίηση του άγχους, υπό την έννοια της σημαίνουσας ανασυγκρότησής του (2). Η ψυχανάλυση, μας λέει, είναι κατά κάποιο τρόπο μία κατευθυνόμενη φοβία, εννοώντας ότι ένας ασθενής που υποφέρει κατά κύριο λόγο από άγχος πρέπει στη διάρκεια της θεραπείας να μετατραπεί τρόπον τινά σε ένα μικρό Χανς.

 

Θα επιχειρήσω να το πω διαφορετικά, παραφράζοντας τον Φρόιντ: εκεί που ήταν το άγχος πρέπει να έρθει το σύμπτωμα. Αυτό θυμίζει ασφαλώς τη γνωστή θέση του Φρόιντ σύμφωνα με την οποία «εκεί που ήταν το Αυτό πρέπει να έρθει το Εγώ». Ο Φρόιντ προσθέτει μάλιστα σε αυτή τη θέση του την επεξήγηση ότι πρόκειται για «μια εκπολιτιστική εργασία, σαν την αποξήρανση της λίμνης Ζάιντερ Ζέε (Zuider Zee)». Το παράδειγμα έχει ενδιαφέρον. Πρόκειται για μία λίμνη στην Ολλανδία η οποία αποξηράνθηκε στα χρόνια του Φρόιντ προκειμένου να μετατραπεί σε ξηρά και σιγά-σιγά σε κατοικημένη περιοχή, σε πόλη, σε πολιτισμό. Προτείνω αυτή την εικόνα για να καταλάβουμε τι σημαίνει συμπτωματοποίηση και σημαίνουσα ανασυγκρότηση του άγχους. Θα πρότεινα να μιλήσουμε για αποξήρανση του άγχους μέσω της αναλυτικής θεραπείας. Με τη διαφορά ότι σήμερα η αυξημένη ενορμητική απαίτηση προέρχεται από τον ίδιο τον πολιτισμό. Κατά κάποιο τρόπο, ο πολιτισμός μας δεν βρίσκεται απλά από την πλευρά του Υπερεγώ, το οποίο γνωρίζουμε ότι απαιτεί παραίτηση από ορισμένη απόλαυση, αλλά επίσης από την πλευρά του Αυτό και την απαίτηση για άμεση ικανοποίηση.

 

Η σύγχρονη εμβύθιση στην απόλαυση

 

Η ψυχανάλυση ανέκαθεν διατύπωσε τα πορίσματα της λαμβάνοντας υπόψη τον πολιτισμό και σε συνάρτηση με αυτόν. Ο Φρόυντ είχε ορθάνοιχτα τα μάτια του στο γεγονός ότι τα συμπτώματα και το άγχος συμβαίνουν πάντοτε εντός ορισμένου πολιτισμικού πλαισίου, και πιο συγκεκριμένα εκφράζουν μια ορισμένη δυσφορία μέσα στον πολιτισμό. Εξίσου, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και το γεγονός ότι ο πολιτισμός αλλάζει: ο πολιτισμός σήμερα δεν είναι ακριβώς εκείνος που ήταν στη Βιέννη του 1900. Η Ντομινίκ Λοράν διαπιστώνει ότι ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος, αφενός, «φείδεται ολοένα περισσότερο του νοήματος για να εξηγήσει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα», και, αφ’ ετέρου, «εξωθεί στην απόλαυση», κάτι  που έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνεται η σχέση του ανθρώπου με το άγχος και, παράλληλα, να «περιορίζεται η σχέση του με το σύμπτωμα ως ίχνος της απώθησης» (3). Μετά την νεωτερική και την μετα-νεωτερική εποχή, μπορεί να χαρακτηριστεί η δική μας ως υπερ-νεωτερική. Είναι η εποχή του ίντερνετ, της γενετικής μηχανικής, της Τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, εποχή της άμεσης πρόσβασης στην ικανοποίηση, εποχή όπου κυριαρχεί η υπερεγωτική προστακτική της απόλαυσης: Κατανάλωσε! Απόλαυσε! Στην υπηρεσία αυτής της προστακτικής τίθεται κυρίως η ίδια η ψηφιακή επανάσταση, η ταχεία δημιουργία ενός ψηφιακού περιβάλλοντος, το οποίο πρόκειται στο εγγύς μέλλον να είναι, σύμφωνα με την έκφραση του φιλοσόφου Ντέιβιντ Τσάλμερς, «εμβυθιστικό»˙ παραθέτω από πρόσφατη συνέντευξή του: «Όταν μιλάμε για το metaverse, νομίζω ότι η μεγάλη αλλαγή είναι η εμβύθιση, το γεγονός ότι σύντομα θα μπορούμε να βυθιζόμαστε στους εικονικούς κόσμους» (4). Περίπου 30 χρόνια πριν, δηλαδή το 1990, ο ψυχαναλυτής Ζακ-Αλέν Μιλέρ έλεγε σχετικά με την εξέλιξη του σύγχρονου πολιτισμού τα εξής: «Το μονοπάτι που ακολουθεί ο πολιτισμός σήμερα δείχνει ότι το υπερ-απολαμβάνειν όχι μόνο στηρίζει την πραγματικότητα της φαντασίωσης, αλλά τείνει να καταστεί αυτό που στηρίζει την πραγματικότητα ως τέτοια. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί, αν θέλετε, σε όρους μιας πραγματικότητας που έχει γίνει φαντασίωση» (5). Ο Μιλέρ έβλεπε από τότε ότι το υπερ-απολαμβάνειν, το οποίο είναι ένας όρος για το ενορμητικό αντικείμενο α, από απόβλητο θα γινόταν στήριγμα της ίδιας της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα η πραγματικότητα να γίνεται φαντασίωση.

 

Αυτό το οποίο σε τελική ανάλυση υπόσχεται η λεγόμενη εικονική πραγματικότητα του μετα-σύμπαντος, η μετα-πραγματικότητα, είναι έναν τρόπο ύπαρξης χωρίς αποχωρισμό, μια ύπαρξη με μηδενικό αποχωρισμό από το ενορμητικό αντικείμενο. Ο κόσμος μας είναι ή τείνει να γίνει ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος εμβύθισης στην απόλαυση, κόσμος πανταχού παρουσίας γκάτζετ, υποκαταστάσιμων υποκατάστατων του ενορμητικού αντικειμένου. Ο Λακάν αφιέρωσε μια ολόκληρη σεμιναριακή χρονιά στο άγχος, και η ανάλυση που κάνει εκεί μάς επιτρέπει να μην εκπλησσόμαστε που αυτός ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο οι άνθρωποι εκφράζουν ολοένα περισσότερο άγχος. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι το άγχος αυτό είναι κάτι  για το οποίο οι ασθενείς που μας επισκέπτονται έχουν να πουν ολοένα λιγότερα πράγματα, σχεδόν είναι απρόθυμοι να μιλήσουν για κάτι άλλο πέρα από το πόσο πολύ το άγχος και οι σωματικές του εκδηλώσεις τούς ταλαιπωρεί και τους δυσκολεύει στην καθημερινότητά τους. Πρόκειται λοιπόν για μία επιδημία άγχους και για μία νέα εκδοχή της δυσφορίας στον πολιτισμό˙ μια δυσφορία που δεν εκδηλώνεται πλέον με τα θορυβώδη και θεαματικά υστερικά συμπτώματα του περασμένου αιώνα, αλλά με άγχος, με συμπτώματα πανικού. Η λέξη πανικός είναι πλέον του συρμού, και βρίσκεται στο στόμα όλων, όπως και το Ζάναξ.

 

Σπάζοντας τον φαύλο κύκλο με την ψυχανάλυση

 

Ένα πράγμα που μας διδάσκει η ψυχανάλυση είναι ότι όσο περισσότερο υπακούμε στο υπερεγώ τόσο αυτό, αντί να γαληνεύει, θεριεύει, οι απαιτήσεις του αυξάνονται. Η μοντέρνα εποχή είχε ως επακόλουθο την έκπτωση της αυθεντίας, των μεγάλων αφηγήσεων και τον μαρασμό του πατέρα, του Οιδίποδα. Αλλά η εποχή της πατριαρχίας ήταν και μια δεξαμενή συμβολικών ταυτίσεων˙ η παρακμή της έχει ως αποτέλεσμα μια παρακμή των συμβολικών εφεδρειών που έχουν στη διάθεσή τους οι σύγχρονοι άνθρωποι. Στην υπερμοντέρνα εποχή, τείνουμε πια, όπως είδαμε, σε μια πραγματικότητα-φαντασίωση, την οποία θα τολμούσα να αποκαλέσω πραγματικότητα-πορνό.

 

Αυτή τη στιγμή, μπορούμε μόνο κάποιες διαπιστώσεις να κάνουμε: διαπιστώνουμε την άνοδο στο κοινωνικό ζενίθ του ενορμητικού αντικειμένου α μικρό, το οποίο ο Λακάν περιέγραψε ως συγχρόνως υπέρ-απόλαυση και απόρριμμα. Επίσης, το γεγονός ότι οι άνθρωποι, τα άτομα, οι ασθενείς, τα υποκείμενα, βρίσκονται αντιμέτωπα με ένα άγχος το οποίο αδυνατούν να συμβολοποιήσουν. Ο Λακάν περιέγραψε τον σύγχρονο καπιταλισμό ως ένα ανατροφοδοτούμενο κύκλο που δεν υπάρχει κάτι να τον σταματήσει, ως μια αέναη υπερεγωτική λειτουργία. Η ψυχανάλυση, αντιθέτως, έχει την αντίθετη λειτουργία, καθώς εισάγει την δυνατότητα ενός εμποδίου σε αυτό τον φαύλο κύκλο, και την δυνατότητα αποχωρισμού από το αντικείμενο-απόρριμμα, το οποίο απόρριμμα στο τέλος μιας ανάλυσης αποδεικνύεται ότι είναι ο ίδιος ο αναλυτής. Έτσι, ως επίλογο, θα επικαλεστώ την αισιόδοξη όσο και ποιητική θέση της ψυχαναλύτριας Rose-Paule Vinciguerra, την οποία παραθέτω: «η τρομερή βεβαιότητα του άγχους μπορεί να δώσει τη θέση της σε ένα «μπορείς να ζεις, μπορείς να ζεις με βάση την επιθυμία σου, μη λέγοντας ψέματα στον εαυτό σου, δηλαδή μην κάνοντας το άγχος σου σήμα ενός θεού, αλλά σήμα του πιο ιδιαίτερου που υπάρχει μέσα σου, και το οποίο είναι ευθύνη σου και το οποίο είναι η απόλαυσή σου» (6).

  1. S. Freud, SE, XX, pp. 88-89.
  2. Dominique Laurent, Inhibition, symptome et angoisse, aujourd’hui, La Cause Freudienne, 2004/3, no 58, pp. 56-59.
  3. Στο ίδιο.
  4. https://www.kathimerini.gr/culture/562006483/o-nt-tsalmers-stin-k-ti-einai-pragmatikotita/
  5. Jacques-Alain Miller. « Jouer la partie », La Cause du Désir, 2020/2 No 105, pp. 17-29. Πρόκειται για σεμιναριακές παραδόσεις του έτους 1990 υπό τον γενικότερο τίτλο «Λακανικός προσανατολισμός: το συμπόσιο των αναλυτών».
  6. R.-P. Vinciguerra, Pour ou contre la petite pédagogie cruelle, La Cause Freudienne, 2005/1 No 59, pp. 21-22.

 

0
Feed